Η επιστημονική αυτή συζήτηση θα αρχίσει στο πλαίσιο ενός Συμποσίου που θα γίνει στην Αλεξανδρούπολη στις 9-11 Σεπτεμβρίου 2016. Η καταγραφή της αρχικής αυτής προβληματικής εκτιμάται ότι θα μπορούσε να «ανοίξει» μια ευρύτερη επιστημονική συζήτηση για το ζήτημα, στην οποία θα συμμετάσχουν όσα μέλη της ακαδημαϊκής, εκπαιδευτικής και επιστημονικής κοινότητας ενδιαφέρονται και να αποτελέσει τη βάση για ένα επερχόμενο, ευρύ και ανοιχτό Συνέδριο την επόμενη ακαδημαϊκή χρονιά.
Το Συμπόσιο διοργανώνεται από το Εργαστήριο Διδακτικών κι Επαγγελματικών Δεξιοτήτων των Βιοεπιστημόνων του Τμήματος Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.
Το Συμπόσιο υλοποιείται με χρηματοδότηση από τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας και την Εταιρία Αξιοποίησης και Διαχείρισης Περιουσίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.
Προβληματική του Συμποσίου
H πανεπιστημιακή διδασκαλία έχει βρεθεί στο επίκεντρο επιστημονικών συζητήσεων αλλά και εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών. Στο έγγραφο πολιτικής της Ενωμένης Ευρώπης για τον ‘Ανασχεδιασμό της Εκπαίδευσης’ σημειώνεται πως υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ευέλικτες και καινοτόμες προσεγγίσεις και μεθόδους διδασκαλίας στα Πανεπιστήμια, ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα και η καταλληλότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Επί του παρόντος, λίγες μόνο χώρες διαθέτουν στρατηγικές για την προώθηση της ποιότητας της διδασκαλίας στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένης της επιμόρφωσης του διδακτικού προσωπικού σε παιδαγωγικές δεξιότητες. Αντίθετα, τα ζητήματα Παιδαγωγικής και Διδακτικής Μεθοδολογίας αντιμετωπίζονται, συνήθως, ως δευτερευούσης σημασίας για τους πανεπιστημιακούς: η ερευνητική δραστηριότητα και οι δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά προσδίδουν γόητρο, τίτλους και κονδύλια, ενώ το διδακτικό έργο και η ποιότητά του, συχνά, θεωρείται «αναγκαίο κακό» στην ακαδημαϊκή καριέρα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύστησε μια Ομάδα Υψηλού Επιπέδου (ΟΥΕ) – από την Ελλάδα συμμετείχε ο Καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης- για τον εκσυγχρονισμό της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Η ΟΥΕ διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, ότι πολλά Πανεπιστήμια δίνουν λιγότερη έμφαση στην διδασκαλία σε σχέση με την έρευνα, παρά το γεγονός ότι και οι δύο αποτελούν θεμελιώδεις αποστολές της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και την τοποθετεί στο επίκεντρο της συζήτησης για την ποιοτική βελτίωση της μάθησης, υπογραμμίζοντας ότι «[η] βασική πρόκληση για τον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, σε γενικές γραμμές, είναι η εκτενής επαγγελματοποίηση του διδακτικού της προσωπικού ως δασκάλων». Έτσι, το 2013 υπέβαλε συγκεκριμένες κατευθυντήριες προτάσεις στους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής στα ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης κάθε χώρας-μέλους σχετικά με τον τρόπο προώθησης της ποιότητας στη διδασκαλία και στη μάθηση.
Η ικανότητα του σύγχρονου πανεπιστημιακού δασκάλου δεν μπορεί να στηρίζεται στο έμφυτο ταλέντο του αλλά σε εστιασμένη κατάρτιση, στο πλαίσιο μιας πανεπιστημιακής κουλτούρας που βλέπει τη μάθηση ως μια παιδαγωγικά κατάλληλη διαδικασία που προωθεί την ενεργό μάθηση. Η κατεύθυνση, λοιπόν, του αναδυόμενου προβληματισμού στρέφεται προς την αναβάθμιση της παιδαγωγικής/διδακτικής ικανότητας των διδασκόντων, με έμφαση όχι σε ποσοτικούς δείκτες, πόσες δηλαδή ώρες και μαθήματα έχει διδάξει κανείς, αλλά σε ποιοτικούς όρους, που αφορούν το πώς χειρίζεται τη διδασκαλία του, πώς ενεργοποιεί τους φοιτητές του, ποιες διδακτικές μεθόδους και τεχνικές χρησιμοποιεί όταν διδάσκει;